- σίτινος
- -η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑαυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.